θεμερόν — θεμερός masc/fem acc sg θεμερός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμερώτερα — θέμερος neut nom/voc/acc comp pl θεμερός neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… … Dictionary of Greek
θεμερόφρων — θεμερόφρων, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «συνετός, σώφρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
θεμερώπις — θεμερῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό βλέμμα («θεμερῶπις αἰδώς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + ωπις (< ωψ, ωπός «πρόσωπο»), πρβλ. βο ώπις, γλαυκ ώπις] … Dictionary of Greek
dhem-, dhemǝ- — dhem , dhemǝ English meaning: to smoke; to blow Deutsche Übersetzung: ‘stieben, rauchen (Rauch, Dunst, Nebel; nebelgrau, rauchfarben = dũster, dunkel), wehen, blasen (hauchen = riechen)” Material: O.Ind. dhámati “blows” (dhami… … Proto-Indo-European etymological dictionary